lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόβω στα ουγγρική

Λέξη:
κόβω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (10):
metszeni, vágni, lenyesni, levágni, átharap, átszelni, átvágni, keresztezni, aprítani, vagdal
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική κόβω, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής στιχοι, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής, κόβω φλέβες, κόβω τούφες, κόβω το τσιγάρο, κόβω στα ουγγρική, metszeni στα ελληνικά
κόβω στα ουγγρική