lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόβω στα πολωνική

Λέξη:
κόβω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (9):
ciąć, krajać, kroić, obcinać, odcinać, przecinać, ścinać, siekać, ucinać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική κόβω, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής στιχοι, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής, κόβω φλέβες, κόβω τούφες, κόβω το τσιγάρο, κόβω στα πολωνική, ciąć στα ελληνικά
κόβω στα πολωνική