lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόβω στα λευκορωσίας

Λέξη:
κόβω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
кроіць, рэзаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας κόβω, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής στιχοι, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής, κόβω φλέβες, κόβω τούφες, κόβω το τσιγάρο, κόβω στα λευκορωσίας, кроіць στα ελληνικά
κόβω στα λευκορωσίας