lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόβω στα σουηδικά

Λέξη:
κόβω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (11):
avklippa, avskära, blockera, genomskära, hacka, hugga, klippa, korsa, skära, skäre, slipen
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά κόβω, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής στιχοι, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής, κόβω φλέβες, κόβω τούφες, κόβω το τσιγάρο, κόβω στα σουηδικά, avklippa στα ελληνικά
κόβω στα σουηδικά