lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόβω στα ρωσικά

Λέξη:
κόβω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (20):
вырезать, жалить, кроить, обезглавливать, обрезать, обрезывать, обсекать, отрезать, отрезывать, отсекать, перерезать, пересекать, пресекать, прорезать, резать, рубить, семенить, сечь, срезать, срезывать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κόβω, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής στιχοι, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής, κόβω φλέβες, κόβω τούφες, κόβω το τσιγάρο, κόβω στα ρωσικά, вырезать στα ελληνικά
κόβω στα ρωσικά