lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κόβω στα πορτογαλικά

Λέξη:
κόβω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
abater, coagular, cortar, cruzar, decapitar, picar, rachar, recortar, talhar, trinchar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κόβω, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής στιχοι, κόβω φλέβες - λευτερης πανταζής, κόβω φλέβες, κόβω τούφες, κόβω το τσιγάρο, κόβω στα πορτογαλικά, abater στα ελληνικά
κόβω στα πορτογαλικά