lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μυρίζω στα γερμανικά

Λέξη:
μυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
duften, empfinden, fühlen, riechen, spüren, stinken, tasten, schnüffeln, wittern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μυρίζω, μυρίζω τα νύχια μου, μυρίζω συνωνυμα, μυρίζω σκόρδο, μυρίζω άσχημα, δεν μυρίζω, μυρίζω στα γερμανικά, duften στα ελληνικά
μυρίζω στα γερμανικά