lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μυρίζω στα νορβηγικά

Λέξη:
μυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (10):
befinne, dufte, fornemme, føle, kost, lukta, lukte, må, snufse, være
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά μυρίζω, μυρίζω τα νύχια μου, μυρίζω συνωνυμα, μυρίζω σκόρδο, μυρίζω άσχημα, δεν μυρίζω, μυρίζω στα νορβηγικά, befinne στα ελληνικά
μυρίζω στα νορβηγικά