lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μυρίζω στα πολωνική

Λέξη:
μυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
czuć, pachnieć, wąchać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική μυρίζω, μυρίζω τα νύχια μου, μυρίζω συνωνυμα, μυρίζω σκόρδο, μυρίζω άσχημα, δεν μυρίζω, μυρίζω στα πολωνική, czuć στα ελληνικά
μυρίζω στα πολωνική