lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μυρίζω στα ιταλικά

Λέξη:
μυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
percepire, sentire, stare, tastare, profumare, annusare, fiutare, odorare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά μυρίζω, μυρίζω τα νύχια μου, μυρίζω συνωνυμα, μυρίζω σκόρδο, μυρίζω άσχημα, δεν μυρίζω, μυρίζω στα ιταλικά, percepire στα ελληνικά
μυρίζω στα ιταλικά