lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μυρίζω στα αγγλικά

Λέξη:
μυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (11):
abhor, be, fare, feel, fell, fine, scent, smell, smelt, sniff, snuff
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά μυρίζω, μυρίζω τα νύχια μου, μυρίζω συνωνυμα, μυρίζω σκόρδο, μυρίζω άσχημα, δεν μυρίζω, μυρίζω στα αγγλικά, abhor στα ελληνικά
μυρίζω στα αγγλικά