lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μυρίζω στα τσεχική

Λέξη:
μυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
cítit, hmatat, jít, ohmatat, ohmatávat, pociťovat, pocítit, ucítit, vonět, vycítit, vyčenichat, větřit, čenichat, čichat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μυρίζω, μυρίζω τα νύχια μου, μυρίζω συνωνυμα, μυρίζω σκόρδο, μυρίζω άσχημα, δεν μυρίζω, μυρίζω στα τσεχική, cítit στα ελληνικά
μυρίζω στα τσεχική