lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μυρίζω στα ρωσικά

Λέξη:
μυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
чувствовать, нюхать, обнюхивать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μυρίζω, μυρίζω τα νύχια μου, μυρίζω συνωνυμα, μυρίζω σκόρδο, μυρίζω άσχημα, δεν μυρίζω, μυρίζω στα ρωσικά, чувствовать στα ελληνικά
μυρίζω στα ρωσικά