lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διοικώ στα δανική

Λέξη:
διοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (21):
administrere, anføre, antydning, beherske, benytte, beordre, bestyre, bruge, dirigere, forestå, forordne, forvalte, føre, guide, lede, påbud, regere, stange, stelle, styre, tilbringe
Σχετικές λέξεις:
δανική διοικώ, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ στα αγγλικά, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ στα δανική, administrere στα ελληνικά
διοικώ στα δανική