lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διοικώ στα φινλανδικά

Λέξη:
διοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (19):
hallita, harjoittaa, hillitä, hoitaa, johtaa, kohdistaa, komentaa, kuljettaa, käskeä, käytellä, käyttää, ohjata, opastaa, panna, saattaa, sovelluttaa, suunnata, tähdätä, viedä
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά διοικώ, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ στα αγγλικά, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ στα φινλανδικά, hallita στα ελληνικά
διοικώ στα φινλανδικά