lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διοικώ στα ουγγρική

Λέξη:
διοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (5):
irányítani, küld, vezet, alkalmazni, céloz
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική διοικώ, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ στα αγγλικά, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ στα ουγγρική, irányítani στα ελληνικά
διοικώ στα ουγγρική