lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διοικώ στα ρωσικά

Λέξη:
διοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (10):
измерять, использовать, наносить, направлять, отмерять, применять, руководить, рулить, управлять, устремлять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά διοικώ, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ στα αγγλικά, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ στα ρωσικά, измерять στα ελληνικά
διοικώ στα ρωσικά