lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διοικώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
διοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (23):
administrar, aplicar, capitanear, conduzir, controlar, decretar, dirigir, dominar, empregar, encaminhar, gerir, governar, guiar, infligir, levar, mandar, manejar, orientar, prescrever, reagir, reger, usar, utilizar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά διοικώ, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ στα αγγλικά, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ στα πορτογαλικά, administrar στα ελληνικά
διοικώ στα πορτογαλικά