lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διοικώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
διοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
кіраваць, прыстасоўваць, скарыстоўваць, ужываць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας διοικώ, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ στα αγγλικά, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ στα λευκορωσίας, кіраваць στα ελληνικά
διοικώ στα λευκορωσίας