lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διοικώ στα λιθουανική

Λέξη:
διοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (5):
skatinti, vadovauti, valdyti, vesti, naudoti
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική διοικώ, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ στα αγγλικά, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ στα λιθουανική, skatinti στα ελληνικά
διοικώ στα λιθουανική