lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διοικώ στα ισπανικά

Λέξη:
διοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (27):
administrar, aplicar, asestar, atenerse, capitanear, conducir, controlar, decretar, dirigir, disponer, emplear, encaminar, enderezar, estatuir, gobernar, guardar, guiar, llevar, manejar, medir, menear, ordenar, orientar, practicar, regir, usar, utilizar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά διοικώ, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ στα αγγλικά, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ στα ισπανικά, administrar στα ελληνικά
διοικώ στα ισπανικά