lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διοικώ στα ιταλικά

Λέξη:
διοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (24):
adoperare, amministrare, applicare, comandare, condurre, decretare, dirigere, dominare, gestire, governare, guidare, impiegare, indirizzare, infliggere, maneggiare, ordinare, puntare, reggere, regolare, rivolgere, sterzare, usare, uso, utilizzare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά διοικώ, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ στα αγγλικά, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ στα ιταλικά, adoperare στα ελληνικά
διοικώ στα ιταλικά