lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενισχύω στα δανική

Λέξη:
ενισχύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (12):
bestyrke, feste, forstærke, forstørre, konsolidere, spile, stige, styrke, støtte, tiltage, vokse, øge
Σχετικές λέξεις:
δανική ενισχύω, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω αντώνυμα, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω αγγλικά, ενισχύω στα δανική, bestyrke στα ελληνικά
ενισχύω στα δανική