lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενισχύω στα νορβηγικά

Λέξη:
ενισχύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (19):
befeste, bestyrke, bredda, feste, forsterke, forstørre, herde, konsolidere, spile, styrka, styrke, støtte, utbre, utvida, utvide, vokse, øka, øke, økning
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ενισχύω, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω αντώνυμα, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω αγγλικά, ενισχύω στα νορβηγικά, befeste στα ελληνικά
ενισχύω στα νορβηγικά