lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενισχύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ενισχύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
alargar, altear, ampliar, amplificar, aumentar, confortar, consolidar, fortalecer, fortificar, incrementar, intensificar, multiplicar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ενισχύω, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω αντώνυμα, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω αγγλικά, ενισχύω στα πορτογαλικά, alargar στα ελληνικά
ενισχύω στα πορτογαλικά