lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενισχύω στα ρωσικά

Λέξη:
ενισχύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (9):
расширять, ширить, подкреплять, укреплять, упрочнять, усиливать, приумножать, увеличивать, усугублять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ενισχύω, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω αντώνυμα, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω αγγλικά, ενισχύω στα ρωσικά, расширять στα ελληνικά
ενισχύω στα ρωσικά