lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενισχύω στα πολωνική

Λέξη:
ενισχύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (4):
rozszerzać, umacniać, wzmacniać, zwiększać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ενισχύω, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω αντώνυμα, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω αγγλικά, ενισχύω στα πολωνική, rozszerzać στα ελληνικά
ενισχύω στα πολωνική