lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενισχύω στα σουηδικά

Λέξη:
ενισχύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (15):
befästa, bredda, förstora, sprida, stadga, stegra, stegring, styrka, stärka, tilltaga, utsprida, utvidga, vidga, öka, ökning
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ενισχύω, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω αντώνυμα, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω αγγλικά, ενισχύω στα σουηδικά, befästa στα ελληνικά
ενισχύω στα σουηδικά