lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενισχύω στα λευκορωσίας

Λέξη:
ενισχύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
пашыраць, падмацоўваць, прымацоўваць, узмацняць, умацоўваць, пабольшваць, павялічваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ενισχύω, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω αντώνυμα, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω αγγλικά, ενισχύω στα λευκορωσίας, пашыраць στα ελληνικά
ενισχύω στα λευκορωσίας