lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενισχύω στα φινλανδικά

Λέξη:
ενισχύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (11):
avartaa, enetä, laajentaa, laventaa, leventää, levittää, linnoittaa, lisätä, lujittaa, oikoa, vahvistaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά ενισχύω, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω αντώνυμα, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω αγγλικά, ενισχύω στα φινλανδικά, avartaa στα ελληνικά
ενισχύω στα φινλανδικά