lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενισχύω στα γαλλικά

Λέξη:
ενισχύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (31):
accroître, affermir, aggraver, agrandir, amplifier, augmenter, cimenter, confirmer, conforter, consolider, corroborer, corser, dilater, enforcir, fortifier, grossir, multiple, propager, raffermir, ravigoter, raviver, redoubler, renforcer, revêtir, réconforter, rélargir, réparer, tonifier, élargir, étendre, évaser
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά ενισχύω, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω αντώνυμα, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω αγγλικά, ενισχύω στα γαλλικά, accroître στα ελληνικά
ενισχύω στα γαλλικά