lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ενισχύω στα γερμανικά

Λέξη:
ενισχύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (15):
ausdehnen, ausweiten, befestigen, erhöhen, erstarken, erweitern, festigen, kräftigen, steigen, steigern, stärken, vergrößern, verstärken, wachsen, zunehmen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ενισχύω, ενισχύω συνώνυμα, ενισχύω ετυμολογία, ενισχύω αντώνυμα, ενισχύω αντίθετα, ενισχύω αγγλικά, ενισχύω στα γερμανικά, ausdehnen στα ελληνικά
ενισχύω στα γερμανικά