lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα γαλλικά

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (16):
accorder, acquiescer, admettre, attitrer, autoriser, commissionner, comporte, condescendre, consentir, faciliter, laisse, laisser, permettre, plagier, souffrir, tolérer
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα γαλλικά, accorder στα ελληνικά
επιτρέπω στα γαλλικά