lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φυλακίζω στα ισπανικά

Λέξη:
φυλακίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (5):
encarcelar, encerrar, prender, recluir, aprisionar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά φυλακίζω, φυλακίζω συνωνυμα, φυλακίζω αγγλικα, φυλακίζω στα ισπανικά, encarcelar στα ελληνικά
φυλακίζω στα ισπανικά