lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φυλακίζω στα πολωνική

Λέξη:
φυλακίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
uwięzić, więzić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική φυλακίζω, φυλακίζω συνωνυμα, φυλακίζω αγγλικα, φυλακίζω στα πολωνική, uwięzić στα ελληνικά
φυλακίζω στα πολωνική