lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φυλακίζω στα ρωσικά

Λέξη:
φυλακίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
заточать, неволить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά φυλακίζω, φυλακίζω συνωνυμα, φυλακίζω αγγλικα, φυλακίζω στα ρωσικά, заточать στα ελληνικά
φυλακίζω στα ρωσικά