lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φυλακίζω στα γαλλικά

Λέξη:
φυλακίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (10):
captiver, capturer, claquemurer, coffrer, détenir, embastiller, emprisonner, incarcérer, séquestrer, écrouer
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά φυλακίζω, φυλακίζω συνωνυμα, φυλακίζω αγγλικα, φυλακίζω στα γαλλικά, captiver στα ελληνικά
φυλακίζω στα γαλλικά