lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φυλακίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
φυλακίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
aprisionar, refluir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά φυλακίζω, φυλακίζω συνωνυμα, φυλακίζω αγγλικα, φυλακίζω στα πορτογαλικά, aprisionar στα ελληνικά
φυλακίζω στα πορτογαλικά