lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατασκευάζω στα ιταλικά

Λέξη:
κατασκευάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (30):
addurre, adulterare, combinare, compiere, confezionare, contraccambiare, contraffare, costruire, creare, effettuare, eseguire, esercitare, fabbricare, falsare, falsificare, fare, fruttare, generare, impastare, lavorare, operare, pratica, produrre, realizzare, rendere, restituire, ricambiare, stonare, tributare, truccare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά κατασκευάζω, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικες κάρτες, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικα στολίδια, κατασκευάζω χαρταετό, κατασκευάζω συνώνυμα, κατασκευάζω σελιδοδείκτες, κατασκευάζω στα ιταλικά, addurre στα ελληνικά
κατασκευάζω στα ιταλικά