lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατασκευάζω στα ουγγρική

Λέξη:
κατασκευάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (11):
csinál, csinálni, elkészíteni, előállítani, gyártani, hamisítani, készíteni, megcsinál, tenni, termelni, véghezvisz
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική κατασκευάζω, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικες κάρτες, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικα στολίδια, κατασκευάζω χαρταετό, κατασκευάζω συνώνυμα, κατασκευάζω σελιδοδείκτες, κατασκευάζω στα ουγγρική, csinál στα ελληνικά
κατασκευάζω στα ουγγρική