lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατασκευάζω στα πολωνική

Λέξη:
κατασκευάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (9):
fabrykować, fałszować, produkować, robić, sporządzać, wykonywać, wyrabiać, wytwarzać, zrobić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική κατασκευάζω, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικες κάρτες, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικα στολίδια, κατασκευάζω χαρταετό, κατασκευάζω συνώνυμα, κατασκευάζω σελιδοδείκτες, κατασκευάζω στα πολωνική, fabrykować στα ελληνικά
κατασκευάζω στα πολωνική