lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατασκευάζω στα σουηδικά

Λέξη:
κατασκευάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (18):
alstra, arbete, avkastning, fabricera, framställa, förfalska, förfalskning, göra, idka, inbringa, jobb, producera, skylla, tillverka, utföra, utöva, verka, yste
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά κατασκευάζω, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικες κάρτες, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικα στολίδια, κατασκευάζω χαρταετό, κατασκευάζω συνώνυμα, κατασκευάζω σελιδοδείκτες, κατασκευάζω στα σουηδικά, alstra στα ελληνικά
κατασκευάζω στα σουηδικά