lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατασκευάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
κατασκευάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (36):
acatar, adulterar, ajustarias, analisar, cometer, confeccionar, construir, copia, criar, edificar, efectuar, elaborar, erigir, executar, fabricar, falsificar, fazer, formar, funcionar, haver, haverdes, improvisar, instituir, intentar, laborar, manufacturar, mistificar, obrar, operar, produzir, prostituir, realizar, suplantar, trabalhar, verificar, virar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κατασκευάζω, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικες κάρτες, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικα στολίδια, κατασκευάζω χαρταετό, κατασκευάζω συνώνυμα, κατασκευάζω σελιδοδείκτες, κατασκευάζω στα πορτογαλικά, acatar στα ελληνικά
κατασκευάζω στα πορτογαλικά