lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατασκευάζω στα ρωσικά

Λέξη:
κατασκευάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (16):
выделывать, выполнять, вырабатывать, делать, изготавливать, изготовлять, исполнять, нарабатывать, подделывать, производить, сделать, создавать, составлять, состроить, фабриковать, фальсифицировать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κατασκευάζω, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικες κάρτες, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικα στολίδια, κατασκευάζω χαρταετό, κατασκευάζω συνώνυμα, κατασκευάζω σελιδοδείκτες, κατασκευάζω στα ρωσικά, выделывать στα ελληνικά
κατασκευάζω στα ρωσικά