lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατασκευάζω στα νορβηγικά

Λέξη:
κατασκευάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (28):
arbeide, avkastning, bestille, betjene, bygge, fabrikkere, foredra, forfalska, forfalske, frembringe, fremstille, gjennomføre, gjøra, gjøre, idka, iverksette, jobb, lage, producers, produsere, skape, skylla, tilvirke, utføre, utøva, utøve, verka, yste
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά κατασκευάζω, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικες κάρτες, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικα στολίδια, κατασκευάζω χαρταετό, κατασκευάζω συνώνυμα, κατασκευάζω σελιδοδείκτες, κατασκευάζω στα νορβηγικά, arbeide στα ελληνικά
κατασκευάζω στα νορβηγικά