lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπόκωφος στα ιταλικά

Λέξη:
υπόκωφος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (6):
deserto, incavato, vacuo, vano, vuotaggine, vuoto
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά υπόκωφος, υπόκωφος συνώνυμα, υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος στα ιταλικά, deserto στα ελληνικά
υπόκωφος στα ιταλικά