lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπόκωφος στα σουηδικά

Λέξη:
υπόκωφος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (8):
andefattig, blank, ihålig, intetsägande, lens, öde, ödslig, tom
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά υπόκωφος, υπόκωφος συνώνυμα, υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος στα σουηδικά, andefattig στα ελληνικά
υπόκωφος στα σουηδικά