lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπόκωφος στα φινλανδικά

Λέξη:
υπόκωφος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
asumaton, autio, kuoppa, ontelo, ontto, tyhjä, tyhjyys
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά υπόκωφος, υπόκωφος συνώνυμα, υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος στα φινλανδικά, asumaton στα ελληνικά
υπόκωφος στα φινλανδικά