lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπόκωφος στα ρωσικά

Λέξη:
υπόκωφος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
дупло, незанятый, порожний, пробельный, пуст, пустоватый, пустой, пустотелый, свободный, фразерский, фразёрский
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά υπόκωφος, υπόκωφος συνώνυμα, υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος στα ρωσικά, дупло στα ελληνικά
υπόκωφος στα ρωσικά