lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπόκωφος στα τσεχική

Λέξη:
υπόκωφος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (16):
bezobsažný, dutina, dutý, díra, liduprázdný, mezera, nicotný, odhalený, opuštěný, poušť, prázdnota, prázdný, pustý, vpadlý, vyhloubený, vykotlaný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική υπόκωφος, υπόκωφος συνώνυμα, υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος στα τσεχική, bezobsažný στα ελληνικά
υπόκωφος στα τσεχική